Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννεάπυλος — ἐννεάπυλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει εννέα πύλες 2. (το ουδ. ως τοπωνύμ.) Ἐννεάπυλον … Dictionary of Greek